Με αυτό το άρθρο δίνουμε μια υπεύθυνη απάντηση στην επισήμανση ορισμένων ενοικιαστών και αγοραστών ακινήτων για το ότι χρειάζεται προσοχή στους μεσίτες.
Έχω πολλές φορές βρεθεί σε συζητήσεις σχετικά με ακίνητα και σχεδόν πάντοτε κάποιος συνιστούσε ιδιαίτερη προσοχή στους μεσίτες. Η θεματολογία αφορούσε κυρίως την αμοιβή τους, το ποιον εκπροσωπούν, ακόμα και τη χρησιμότητα του ίδιου του επαγγέλματος. Οι περισσότερες αρνητικές τοποθετήσεις προέρχονται συνήθως από ανθρώπους που υπήρξαν αγοραστές ή μισθωτές και σπανιότατα από ιδιοκτήτες.
Επί της ουσίας, οι μισθωτές ή αγοραστές ακινήτων θεωρούν ότι καλούνται να πληρώσουν χωρίς ουσιαστικό λόγο υπέρογκα ποσά (2% για αγορά ή 1 μίσθωμα για ενοικίαση) για μια υπόδειξη 5 λεπτών, για μια αγγελία που οι ίδιοι βρήκαν. Αντιλαμβάνονται το ότι ο ιδιοκτήτης οφείλει αμοιβή στον μεσίτη για τις υπηρεσίες του, αλλά διαφωνούν με το ότι πρέπει να πληρώσουν και οι ίδιοι. Και επειδή το ζήτημα είναι υπαρκτό, αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω μερικές σκέψεις μου.
Σε έναν ιδανικό κόσμο του real estate, ο πωλητής θα εκπροσωπείτο από τον μεσίτη του (listing agent - μεσίτης πωλητή) και ο αγοραστής αντίστοιχα από τον μεσίτη του (buyer's agent - μεσίτης αγοραστή). Παρόλο που στις περισσότερες χώρες κάτι τέτοιο δεν ισχύει (ακόμα), σε αρκετές πολιτείες της Αμερικής η νομοθεσία απαγορεύει το dualagency. Αυτό σημαίνει ότι σε μια αγοραπωλησία, ο μεσίτης μπορεί να εκπροσωπεί είτε τον πωλητή, είτε τον αγοραστή, όχι όμως και τους δυο μαζί ταυτόχρονα. Στις πολιτείες και χώρες που επιτρέπεται, όταν ο ίδιος μεσίτης εκπροσωπεί και τις δυο πλευρές, τότε ουσιαστικά μιλάμε για transaction broker. Με άλλα λόγια, ο μεσίτης δεν εκπροσωπει κανέναν από τους δυο, έχει μια ουδέτερη στάση και η ευθύνη του είναι η επιτυχής μεταβίβαση του ακινήτου.
Στην Ελλάδα, ο νόμος 4072/12 υποχρεώνει τους μεσίτες ακινήτων, στις συμβάσεις που κάνουν με τους πελάτες τους (πωλητές ή αγοραστές), να ζητούν γραπτώς τη συγκατάθεσή τους για να εκπροσωπήσουν και το αντισυμβαλλόμενο μέλος. Στην πράξη, λοιπόν, ο Έλληνας μεσίτης πληρώνεται τόσο από τον πωλητή, όσο και από τον αγοραστή, άρα μιλάμε για transaction brokers.
Στις περιπτώσεις συνεργασίας μεταξύ δυο μεσιτών, ο κάθε μεσίτης πληρώνεται από τον πελάτη του. Επίσης, σε πολλές χώρες του εξωτερικού, μεσιτική αμοιβή καταβάλει μόνο ο ιδιοκτήτης, η οποία μπορεί είναι της τάξεως του 4, 5 ή 6%. Στη χώρα μας, παρόλο που με βάση τη νομοθεσία είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμη, η συνήθης μεσιτική αμοιβή είναι 2% από τον πωλητή και 2% από τον αγοραστή.
Πού έγκεινται λοιπόν οι αντιρρήσεις των πελατών;
Κυρίως στο γεγονός ότι ζητείται από εκείνους να πληρώσουν αμοιβή σε έναν άνθρωπο ο οποίος απλώς τους έδειξε ένα σπίτι, από αγγελία που οι ίδιοι βρήκαν και για την οποία οι ίδιοι τηλεφώνησαν. Αυτού του είδους η αντίρρηση συναντάται πολύ περισσότερο στις ενοικιάσεις διαμερισμάτων (ειδικά στα «φθηνά» ενοίκια) και λιγότερο στις αγορές.
Επίσης, θεωρούν ότι όταν ένας μεσίτης εκπροσωπεί ταυτόχρονα και τα δυο μέλη, τίθεται το ερώτημα για ποιου τα συμφέροντα λειτουργεί. Ποια είναι η αλήθεια; Σε μια διαπραγμάτευση, είτε διαμεσολαβεί ένας μεσίτης για λογαριασμό και των δυο πλευρών, είτε 2 μεσίτες (ο καθένας για τον πελάτη του), το ζητούμενο είναι να προκύψει μια συμφωνία win-win. Ίσως ορισμένοι να έχουν στο μυαλό τους ως επιτυχή συμφωνία εκείνη από την οποία αποκόμισαν το μεγαλύτερο όφελος, όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην αγορά. Καλές συμφωνίες είναι οι συμφωνίες που και οι 2 πλευρές αισθάνονται ευχαριστημένες, κάτι που ενδεχομένως θα τους επιτρέψει να ξανασυνεργαστούν στο μέλλον. Η συμφωνία στην οποία ο ένας αισθάνεται κερδισμένος και ο άλλος χαμένος, είναι μια κακή συμφωνία. Και σε αυτή την κατεύθυνση, ένας πολύ καλός μεσίτης μπορεί να συμβάλει καθοριστικά. Έχει μάλιστα παρατηρηθεί το φαινόμενο της σύγκρουσης των δυο πλευρών -πωλητή και αγοραστή- όταν παρακάμπτεται ο μεσίτης και τελικά, της οριστικής διάλυσης της συμφωνίας. Συνεπώς, η παρουσία ενός πολύ καλού μεσίτη καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, είναι εξαιρετικά χρήσιμη, κυρίως λόγω της εμπειρίας του και της ικανότητάς του να διατηρεί τις ισορροπίες.
Τέλος, μην ξεχνάτε ότι μπορεί σήμερα να είστε πωλητής και αύριο αγοραστής. Το να ζητάτε από τον μεσίτη να προσπαθήσει να ευνοήσει εσάς εις βάρος της άλλης πλευράς, είναι εκ προοιμίου λάθος. Αυτό που στην πραγματικότητα πρέπει να ζητάτε είναι να σας βοηθήσει, να βοηθήσει και τις δυο πλευρές, να καταλήξετε σε ένα δίκαιο deal.
Πρώτον, όπως είπαμε, οι αμοιβές στη χώρα μας είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμες και δεύτερον, κανένας επαγγελματίας δεν θα σας εξυπηρετήσει ουσιαστικά και με ενθουσιασμό χωρίς το αντίστοιχο οικονομικό κίνητρο.
Μιλήστε ανθρώπινα με το μεσίτη σας σχετικά με την αμοιβή του πριν το ραντεβού. Μπορείτε να διαπραγματευτείτε μαζί του, όπως θα κάνατε με έναν οποιονδήποτε επαγγελματία. Εξηγήστε του -αν αυτό πιστεύτε- ότι δεν βρίσκετε λογικό να πληρώσετε μεσιτική αμοιβή ίση με ένα ενοίκιο για το συγκεκριμένο ακίνητο που εσείς βρήκατε σε αγγελία. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αν αυτή η συζήτηση γίνει εγκαίρως και όχι έξω από το διαμέρισμα, θα βρείτε τη λύση. Λάβετε, όμως υπόψιν, ότι υπάρχουν αρκετοί που δεν θα αρνηθούν να του καταβάλουν ολόκληρη την αμοιβή του, ειδικά σε μια περίοδο που η εύρεση διαμερίσματος για ενοικίαση είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση.
Επίσης, η εμπειρία δείχνει ότι σπανίως ο αγοραστής ή μισθωτής αγοράζει/μισθώνει το ακίνητο για το οποίο τηλεφώνησε στο μεσιτικό γραφείο. Ειδικά οι αγοραστές, θα επισκεφθούν πολύ μεγάλο αριθμό ακινήτων, για να καταλήξουν τελικά σε αγορά μετά από αρκετούς μήνες, αν όχι χρόνια. Σε αυτή τη διαδικασία, κάποια στιγμή θα ζητήσουν τη βοήθεια ενός μεσίτη ακινήτων. Και αυτό γιατί ο μεσίτης έχει ένα πολύ μεγάλο χαρτοφυλάκιο ακινήτων, τα οποία γνωρίζει καλά.
Στη RE/MAX Psarris, γνωρίζουμε άριστα τόσο το ακίνητο, όσο και τον ιδιοκτήτη του. Μην ξεχνάτε ότι μεγάλο μέρος των ακινήτων μας είναι με αποκλειστική ανάθεση, που σημαίνει ότι όταν μιλάτε με τον αποκλειστικό μεσίτη, είναι σαν να μιλάτε με τον ιδιοκτήτη. Αυτό μεταφράζεται σε εξοικονόμηση χρόνου, άρα και χρημάτων για τον υποψήφιο αγοραστή. Συνεπώς, μπορεί να έχει λογική να ζητήσετε έκπτωση στην πρώτη επαφή με το μεσίτη για αγγελία που εσείς είδατε, δεν έχει, όμως, λογική να ζητάτε να μην καταβάλετε αμοιβή για ακίνητα που ο μεσίτης βρήκε για εσάς και σας πρότεινε στη συνέχεια.
Κατά κάποιο τρόπο, από τη στιγμή που του δίνετε τη ζήτησή σας, τον «προσλαμβάνετε» να εργαστεί για εσάς. Γιατί, όμως, να κάνετε κάτι τέτοιο; Γιατί να μην συνεχίσετε να ψάχνετε οι ίδιοι τις αγγελίες, έτσι ώστε να διατηρήσετε το «δικαίωμα» να ζητάτε απαλλαγή ή έκπτωση μεσιτικής αμοιβής;
Σκεφτείτε το. Μπορείτε να καλείτε ιδιοκτήτες και μεσιτικά γραφεία και να επισκέπτεστε αναρίθμητα ακίνητα, τα περισσότερα εκ των οποίων αποδεικνύονται τελικά ακατάλληλα για εσάς. Και αυτό γιατί οι αγγελίες δεν μπορούν να δώσουν ολοκληρωμένη εικόνα για το ακίνητο, ενώ η περιγραφή του ιδιοκτήτη από το τηλέφωνο είναι συνήθως... υποκειμενική. Μπορείτε από την άλλη να επισκεφθείτε κάποιο μεσιτικό γραφείο και να του αναθέσετε την εύρεση ακινήτου. Αυτή η γνωριμία συνήθως λαμβάνει χώρα στα πλαίσια της πρώτης υπόδειξης. Είναι δεδομένο ότι ο πελάτης απαιτεί από τον μεσίτη να έχει καλή γνώση των ακινήτων τα οποία προτείνει. Παράλληλα, θα πρέπει να εδραιωθεί μια καλή σχέση μεταξύ υποψήφιου αγοραστή και μεσίτη. Το ζητούμενο για εσάς είναι να καταλάβει ο μεσίτης τις ανάγκες σας και να σας υποδείξει μόνο τα ακίνητα που ταιριάζουν απόλυτα σε αυτές. Ένας επαγγελματίας μεσίτης θα σας μεταφέρει ακριβώς την πραγματικότητα, τα προτερήματα και τα ελαττώματα του ακινήτου, τα πιθανά προβλήματα τα οποία είναι υποχρεωμένος -εφόσον τα γνωρίζει- να σας τα γνωστοποιήσει, αλλά και τις ιδιαιτερότητες του ιδιοκτήτη. Όλα αυτά μεταφράζονται τελικά σε χρόνο, άρα και χρήμα για εσάς.
Με άλλα λόγια, μεσιτική αμοιβή δεν πληρώνετε γιατί ο μεσίτης θα πείσει τον πωλητή να σας πουλήσει το ακίνητο σε χαμηλή τιμή ή γιατί απλώς σας άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος. Πληρώνετε για μια υπηρεσία που περιλαμβάνει ένα πλήθος ενεργειών και παρεχόμενων πληροφοριών, με απώτερο σκοπό την εύρεση του κατάλληλου ακινήτου για εσάς, σε μια δίκαιη για όλους τιμή, με τον λιγότερο δυνατό κόπο από εσάς. Πληρώνετε γιατί θα έχει ενεργό ρόλο συντονιστή, εγγυητή και διαμεσολαβητή μέχρι και την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου.
Όσοι έχουν πουλήσει ή αγοράσει, γνωρίζουν καλά τις αναποδιές και τις δυσκολίες στην τελική φάση της αγοραπωλησίας, στην οποία εμπλέκονται μηχανικοί, ενοικιαστές, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, λογιστές, δημόσιες υπηρεσίες κ.α. Η ύπαρξη ενός έμπειρου κτηματομεσίτη που θα είναι παρών σε όλη τη διαδικασία πώλησης του ακινήτου, εγγυάται σε μεγάλο βαθμό την επιτυχή και ασφαλή ολοκλήρωση της αγοραπωλησίας.
Με βάση τη νομοθεσία, αμοιβή δικαιούται ο πρώτος μεσίτης που σας υπέδειξε το ακίνητο. Αν έχουν διαμεσολαβήσει ταυτόχρονα δύο ή περισσότεροι μεσίτες ακινήτων, τότε αυτοί μοιράζονται τη μεσιτική αμοιβή. Υπάρχουν περιπτώσεις που ο υποψήφιος αγοραστής έχει δει στο παρελθόν ένα ακίνητο με κάποιο μεσίτη, στον οποίο υπέγραψε εντολή υπόδειξης, και ξαναείδε το ίδιο ακίνητο με κάποιο άλλο μεσίτη, μερικές μέρες ή και μήνες αργότερα. Είναι προφανές ότι ο δεύτερος μεσίτης δεν μπορεί να γνωρίζει την ύπαρξη του πρώτου. Θα πρέπει εσείς να ενημερώσετε τον δεύτερο μεσίτη ότι έχετε στο παρελθόν ξαναδεί το συγκεκριμένο ακίνητο και εφόσον εξακολουθεί να υπάρχει ενδιαφέρον από εσάς, να απευθυνθείτε ξανά στον μεσίτη που σας το υπέδειξα αρχικά.
Είναι ένα θέμα για το οποίο υπάρχει αρκετή σύγχυση, με το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης να ανήκει, φυσικά, στους μεσίτες ακινήτων. Και αυτό γιατί αρκετές φορές αποσπούν την υπογραφή του πωλητή για αποκλειστική ανάθεση πώλησης, χωρίς να του εξηγούν επαρκώς τι ακριβώς έχουν υπογράψει. Το αποτέλεσμα είναι να «δαιμονοποιείται» η αποκλειστική ανάθεση. Για να γίνει απολύτως κατανοητό, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τις διαφορές «απλής» και «αποκλειστικής» ανάθεσης.
Τι σημαίνει «απλή εντολή πώλησης» με απλά λόγια; Αυτό που στην ουσία αναφέρει το συγκεκριμένο συμφωνητικό είναι ότι, σε περίπτωση που το ακίνητο πουληθεί σε αγοραστή (ή συγγενή του) τον οποίο έφερε ο μεσίτης, ο πωλητής θα καταβάλει στον μεσίτη τη συμφωνηθείσα αμοιβή. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Την ίδια εντολή μπορεί να δώσει ο πωλητής ταυτόχρονα σε άπειρο αριθμό μεσιτών, χωρίς, βεβαίως, να χάνει και ο ίδιος το δικαίωμα να διαφημίζει και να διαπραγματεύεται μόνος του την πώληση του ακινήτου του, χωρίς καμία υποχρέωση απέναντι στους μεσίτες.
Από την άλλη, καμία ουσιαστική υποχρέωση δεν έχουν και οι μεσίτες, σε ό,τι αφορά τη δραστηριοποίησή τους ή μη για την προώθηση και την πώληση του ακινήτου. Η απλή εντολή είναι στην πραγματικότητα μια ανοιχτή, μη δεσμευτική συμφωνία μεταξύ πωλητή και μεσίτη. Όπως μπορεί να καταλάβει κανείς, έχει θετικά, αλλά και αρνητικά. Στα θετικά συμπεριλαμβάνονται το γεγονός ότι ο πωλητής μπορεί ανά πάσα στιγμή να πουλήσει μόνος του το ακίνητό του χωρίς καμία υποχρέωση σε κανέναν. Αρνητικό είναι το ότι κανένας μεσίτης δεν έχει ουσιαστικό κίνητρο να εργαστεί για την πώληση του ακινήτου, αφού γνωρίζει ότι έχει να ανταγωνιστεί τόσο άλλους μεσίτες, όσο και τον ίδιο τον πωλητή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, το ενδιαφέρον των μεσιτών να φθίνει και να στρέφονται σε άλλα ακίνητα. Παράλληλα, αρκετοί μεσίτες απλώς καταγράφουν το ακίνητο, μόνο και μόνο για να συμπληρώσουν το χαρτοφυλάκιό τους και να το χρησιμοποιήσουν για να πουλήσουν κάποιο παρόμοιο ακίνητο στην περιοχή, ενδεχομένως φθηνότερο. Τέλος, ο πωλητής θα πρέπει να σκεφτεί πόσο ευεργετική ή καταστροφική μπορεί να είναι η ταυτόχρονη διαφήμιση του ακινήτου του στο ίντερνετ από πολλά διαφορετικά μεσιτικά γραφεία, η οποία συνήθως καταλήγει στο φαινόμενο της «λαϊκής αγοράς» (διαφορετικές τιμές και περιγραφές για το ίδιο ακίνητο).
Θα έλεγε κανείς ότι στην απλή εντολή, ο μεσίτης εργάζεται περισσότερο για τους αγοραστές, συγκεντρώνοντας ακίνητα και εμπλουτίζοντας το χαρτοφυλάκιό του, και λιγότερο για τον ιδιοκτήτη. Να θυμίσω ότι, με βάση τους όρους της απλής εντολής, ο μεσίτης δεν έχει καμία υποχρέωση απέναντι στον ιδιοκτήτη. Μπορεί πολλοί να πιστεύουν ότι με την απλή εντολή έχουν «αναθέσει» την πώληση του ακινήτου τους στους μεσίτες, κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει γιατί δεν υπάρχουν σχετικοί όροι και δεσμεύσεις για τον μεσίτη στην εν λόγω συμφωνία. Και εννοούμε κυρίως τις ενέργειες που υπόσχεται ο μεσίτης να κάνει για την πώληση του ακινήτου, το πλάνο προώθησης που θα ακολουθήσει κλπ. Μια ανάγνωση ενός τέτοιου εντύπου θα σας πείσει…
Η αποκλειστική εντολή πώλησης διαφέρει αρκετά. Με τη συγκεκριμένη εντολή, ο πωλητής ορίζει μόνο έναν κτηματομεσίτη/μεσιτικό γραφείο ως εκπρόσωπό του, ως τον αποκλειστικό μεσίτη που θα αναλάβει την προώθηση και πώληση του ακινήτου του για ορισμένο χρονικό διάστημα (8 μήνες το μέγιστο). Σε αυτό το διάστημα, δεν μπορεί ούτε ο ιδιοκτήτης να δραστηριοποιηθεί, ούτε κάποιος άλλος μεσίτης. Δεν αποκλείονται, αντίθετα ευνοούνται οι συνεργασίες μεταξύ του αποκλειστικού σας μεσίτη και των υπολοίπων μεσιτών, με συντονιστή τον πρώτο.
Η αποκλειστική εντολή μπορεί να είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο, μπορεί και να αποτελέσει παγίδα. Το μυστικό εδώ είναι η προσεκτική επιλογή του κατάλληλου μεσίτη. Θα διαπιστώσετε ότι θα λάβετε από τον αποκλειστικό σας μεσίτη υπηρεσίες που όχι μόνο θα δώσουν υπεραξία στο ακίνητό σας, όχι μόνο θα εκτινάξουν την επισκεψιμότητά του, αλλά θα σας προσφέρουν μια συνολικά ευχάριστη εμπειρία, μακριά από τις κακοτοπιές και τις παγίδες που η πώληση μπορεί να κρύβει. Το κίνητρο για να τα κάνει όλα αυτά για εσάς, είναι η δική σας υπόσχεση να μην πουλήσετε μόνοι σας το ακίνητό σας για το διάστημα που εκείνος θα δραστηριοποιηθεί. Στην περίπτωση που το κάνετε παρακάμπτοντάς τον, ο νόμος ορίζει ότι ο αποκλειστικός σας μεσίτης τεκμαίρεται ότι διαμεσολάβησε για την πώληση και πρέπει να πληρωθεί τη συμφωνηθείσα μεσιτική αμοιβή. Φυσικά, κανείς δεν σας εμποδίζει να έχετε προβλέψει την περίπτωση αυτή και να έχετε ενδεχομένως συμφωνήσει μια διαφορετική από το 2% «αποζημίωση», ένα ποσό που θα ικανοποιεί τόσο εσάς, όσο και τον αποκλειστικό σας μεσίτη σε σχέση με τα έξοδα που θα έχει κάνει για την προώθηση του ακινήτου σας.
Στο RE/MAX Psarris δεσμευόμαστε γραπτώς για όλες τις ενέργειες και το marketing plan που θα ακολουθήσουμε για το κάθε ακίνητο ξεχωριστά. Εξηγούμε στον πωλητή τα οφέλη της αποκλειστικής έναντι της απλής εντολής πώλησης. Οι ιδιοκτήτες που επιλέγουν την πρώτη, απολαμβάνουν αυξημένες υπηρεσίες τόσο σε αριθμό, όσο και σε ποιοτικά χαρακτηριστικά, ως αντάλλαγμα της εμπιστοσύνης τους. Άρα υφίστανται σημαντικές διαφοροποιήσεις σε αυτό που τελικά λαμβάνει ο πελάτης από το μεσιτικό γραφείο μας, σε σχέση με το είδος της συμφωνίας που επιλέγει. Υπάρχει πρόβλεψη ακόμα και για την περίπτωση της πώλησης του ακινήτου χωρίς τη διαμεσολάβησή μας, για παράδειγμα σε κάποιο συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο.
Σκοπός του μεσιτικού γραφείου μας δεν είναι να εγκλωβίσουμε το ακίνητο και τον ιδιοκτήτη, το αντίθετο. Θέλουμε το ακίνητο να πουληθεί, τον ιδιοκτήτη ευχαριστημένο και εμάς με την αμοιβή την οποίο θεωρούμε δίκαιη και ανάλογη των προσπαθειών μας. Με αυτό το σκεπτικό, δεσμευόμαστε να συνεργαστούμε με οποιοδήποτε μεσιτικό γραφείο της χώρας το οποίο έχει υποψήφιο αγοραστή για το ακίνητο των πελατών μας. Ακολουθώντας τόσο τις οδηγίες της RE/MAX όσο και του Συλλόγου των Μεσιτών, κάθε άλλο παρά «αποκλείουμε» τους άλλους μεσίτες. Φροντίζουμε, λοιπόν, να προβληθεί το ακίνητο με όλους τους δυνατούς τρόπους και μέσα, αποφεύγοντας την αντιαισθητική και καταστροφική πολλές φορές για την πώληση «κακοφωνία» των ταυτόχρονων, πολλαπλών αγγελιών από πολλά, διαφορετικά γραφεία, με διαφορετικές φωτογραφίες, περιγραφές ή και τιμές, κατάλοιπο της προ ίντερνετ εποχής.
Σε κάθε περίπτωση, ο μεσίτης οφείλει να προσφέρει αλλά και να εξηγεί επαρκώς στον πελάτη του όλους τους πιθανούς τρόπους συνεργασίας, έτσι ώστε εκείνος να επιλέγει αυτόν που του ταιριάζει περισσότερο και που θεωρεί ότι εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά του.
Τέλος, μην ξεχνάτε ποτέ ότι πρέπει να απευθύνεστε μόνο σε νόμιμους μεσίτες ακινήτων, με αριθμό ΓΕΜΗ, και να αποφεύγετε τους παραμεσίτες που λυμαίνονται τον χώρο.